περίσσωμα

περίσσωμα
τὸ, Α
βλ. περίττωμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • περίσσωμα — that which is over and above neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίττωμ' — περίσσωμα , περίσσωμα that which is over and above neut nom/voc/acc sg περίσσωμι , περιίζομαι sit round about aor subj act 1st sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίττωμα — περίσσωμα , περίσσωμα that which is over and above neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισσωμάτων — περίσσωμα that which is over and above neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισσώμασι — περίσσωμα that which is over and above neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισσώματα — περίσσωμα that which is over and above neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισσώματος — περίσσωμα that which is over and above neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισσωματώδης — και αττ. τ. περιττωματώδης, ῶδες, Μ [περίσσωμα] όμοιος με περίττωμα ή με έκκριση, περιττωματικός …   Dictionary of Greek

  • περρίττωμα — το, ΝΜΑ, και περίσσωμα ΜΑ 1. ουσία που πλεονάζει και αποβάλλεται ύστερα από μια εργασία ή από λειτουργία τού οργανισμού ως άχρηστη ύλη και ιδίως τα κόπρανα 2. μτφ. άνθρωπος ευτελής, τιποτένιος, κατακάθι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός / περιττός + κατάλ …   Dictionary of Greek

  • περιττωμάτων — περισσωμάτων , περίσσωμα that which is over and above neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”